- ἐπιχαιράγαθος
- ἐπιχαιράγᾰθος [ᾰγ], ον,A taking delight in what is good, formed as an opp. to ἐπιχαιρέκακος, Eratosth. ap. Str.1.3.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχαιράγαθος — ἐπιχαιράγαθος, ον (Α) αυτός που χαίρεται για την καλοτυχία τών άλλων … Dictionary of Greek
ἐπιχαιραγάθους — ἐπιχαιράγαθος taking delight in what is good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)